Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαβάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

pedo`ne ~m~

διαβάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [διαβάτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαβατήριο διαβατικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---