Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαβεβαίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 υπόσχεση assicurazio`ne ~f~; prome`ssa ~f~
2 βεβαιότητα affermazio`ne ~f~; asserzio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαβεβαιώνω διαβεβαιωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---