Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαβολάκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 diavole`tto ~m~; pi`ccolo dia`volo ~m~ 2 ((figurato)) mone`llo ~m~; raga`zzo ~m~ vivace; diavole`tto ~m~ διαολάκι ουσιαστικό ουδέτερο variante di [διαβολάκι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |