Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαβολάκος  
ουσιαστικό αρσενικό

diavole`tto ~m~

διαολάκος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [διαβολάκος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαβολάκι διαβολάνθρωπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---