Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαβολιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 furbi`zia ~f~; scaltre`zza ~f~; astu`zia ~f~ αυτές οι διαβολιές δε θα σου βγούν σε καλό==queste furbizie torneranno a tuo discapito 2 monelleri`a ~f~ μικρός, έκανε όλο διαβολιές==da piccolo commetteva continue monellerie διαολιά ουσιαστικό θηλυκό variante di [διαβολιά] διαολιά ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός 1 bricconeri`a ~f~ 2 ribalderi`a ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |