Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαβολόκαιρος
ουσιαστικό αρσενικό tempa`ccio ~m~; tempo ~m~ inferna`le θα μας χαλάσει το ταξίδι αυτός ο διαβολόκαιρος==questo tempaccio ci rovinerà il viaggio διαολόκαιρος ουσιαστικό αρσενικό variante di [διαβολόκαιρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |