Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάβολος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 dia`volo ~m~; sa`tana ~m~ οι πειρασμοί του διαβόλου==le tentazioni del diavolo
2 ((figurato)) dia`volo ~m~; perso`na ~f~ mali`gna +++κατά διαβόλου==a rotoli | κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα==abitare a casa del diavolo | σαν το διάβολο με το λιβάνι==andare d' accordo come il diavolo e l'acqua santa | ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια==il diavolo fa le pentole ma non i coperchi | διάβολε!==diavolo!, diamine! | διαβόλου κάλτσα==chi ne sa una più del diavolo | άι στο διάβολο!==ma va' al diavolo! | να πάρει ο διάβολος!==mannaggia!, accidenti! | βρήκε το διάβολό του==si è messo nei guai

διάολος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [διάολος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαβολόπαιδο διαβολοστέλνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---