Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαβάζω
ρήμα μεταβατικό 1 le`ggere διαβάζω μια επιστολή==leggere una lettera | η γιαγιά μου δεν ήξερε να διαβάζει==mia nonna non sapeva leggere 2 μελετώ studia`re όλο το απόγευμα διάβαζα τα μαθήματά μου==tutto il pomeriggio ho studiato, ho fatto i compiti 3 fare i co`mpiti 4 aiuta`re a fare i co`mpiti όταν πήγαινα στο δημοτικό, με διάβαζε η μητέρα μου==quando frequentavo la scuola elementare, mi aiutava nei compiti mia madre 5 ((figurato)) istrui`re τον διάβασε καλά ο δικηγόρος του==il suo avvocato lo ha istruito bene 6 ((figurato)) esorcizza`re φώναξαν τον παπά να τον διαβάσει==hanno chiamato il prete per esorcizzarlo 7 ((figurato)) indovina`re; le`ggere διαβάζω τη σκέψη σου==ti leggo nel pensiero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |