Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γυναικίσιος [επίθ.] γύρα {χωρ. γεν....
γυναικίστικος [επίθ.] γυρεύω {γύρ-εψα, ...
γυναικοδουλειά [θηλ.ουσ] γύρη {χωρ. πληθ...
γυναικοδουλειές [θηλ. ουσ πληθ.] γυρίαση [θηλ.ουσ]
γυναικοθήρας {γυναικοθη... γυρίζω {γύρισ-α, ...
γυναικοκατακτητής [ουσ αρσ ] γυρίζω {γύρισ-α, ...
γυναικόκοσμος {χωρ. πληθ... γυρίνος [ουσ αρσ ]
γυναικοκρατία {χωρ. πληθ... γύρις [θηλ.ουσ]
γυναικοκρατούμαι {γυναικοκρ... γύρισμα {γυρίσμ-ατ...
γυναικολογία {χωρ. πληθ... γυρισμένος [επίθ.]
γυναικολογικός [επίθ.] γυρισμός [ουσ αρσ ]
γυναικολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] γυριστός [επίθ.]
γυναικομάνι {χωρ. γεν.... γυρνάω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
γυναικόπαιδα {γυναικόπα... γυρνώ [-άς, -ά] ...
γυναικοπρεπής {γυναικοπρ... γυροβολιά [θηλ.ουσ]
γυναικούλα {χωρ. γεν.... γυρολόγος [ουσ αρσ ]
γυναικοφέρνω {μόνο σε ε... γυροπλάνο [ουσ ουδ.]
γυναικωνίτης {γυναικωνι... γυροπυξίδα [θηλ.ουσ]
γυναικωτός [επίθ.] γύρος [ουσ αρσ ]
γύναιο {χωρ. γεν.... γυροσκοπικός [επίθ.]
γύνανδρος [επίθ.] γυροσκόπιο {γυροσκοπί...
γυνεκείος [επίθ.] γυροσταθεροποιητής [ουσ αρσ ]
γυνή [θηλ.ουσ] γυροστατικός [επίθ.]
γυπαετός [ουσ αρσ ] γυροφέρνω πρτ. και γ...
γύπας {γυπών} γύρω [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: