Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γύρος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 giro ~m~ ο γύρος του κόσμου==il giro del mondo
2 gastronomia strati ~mp~ di carne pressa`ta, arrosti`ta su di uno spie`do vertica`le, una sorta di keba`b
3 giravo`lta ~f~ ο γύρος του θανάτου==il giro della morte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυροπυξίδα γυροσκοπικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


περιστρέφομαι γύρο από = vertere su


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---