Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυροφέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 gira`re into`rno; aggira`rsi μια αλεπού γυροφέρνει το κοτέτσι==una volpe si aggira nei pressi del pollaio 2 ((figurato)) ronza`re into`rno; circui`re τη γυροφέρνουν ένα σωρό νεαροί==tanti giovanotti le ronzano intorno | γυροφέρνει το διευθυντή για να πάρει αύξηση==circonda di premure il direttore per avere un aumento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |