Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγύφτικος
επίθετο 1 di, da zi`ngaro; zingare`sco 2 ((figurato)) sporco; su`dicio 3 ((figurato)) meschi`no; spilo`rcio+++καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι==fa la ruota come un pavone permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |