Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυφτιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 l'e`ssere zi`ngaro 2 sudiciu`me ~m~; sporci`zia ~f~ πώς μπορεί και ζει μες σε τέτοια γυφτιά;==come può vivere in mezzo a questo sudiciume? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |