Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγύψος
ουσιαστικό αρσενικό 1 mineralogia gesso ~m~ 2 medicina gesso ~m~ βγάζω το γύψο==levare il gesso | βάζω στο γύψο==mettere il gesso+++ο δικτάτορας έβαλε τη χώρα στο γύψο==il dittatore ha soppresso il regime democratico permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαέχω το πόδι στο γύψο = avere una gamba ingessata Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |