Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυναικοφέρνω
ρήμα αμετάβατο 1 ave`re modi effemina`ti σαν πολύ γυναικοφέρνει ο γιόκας της==il suo adorato figlioletto sembra un po' troppo effeminato 2 atteggia`rsi da donna στα δώδεκά της χρόνια, γυναικοφέρνει κιόλας==ha solo dodici anni e già si atteggia a donna / si comporta come una donna permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |