Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυναικομάνι
ουσιαστικό ουδέτερο ((popolare)) folla ~f~ di donne πρώτη φορά είδα τόσο γυναικομάνι==era la prima volta in vita mia che vedevo una tale folla di donne permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |