Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γυναικομάνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

((popolare)) folla ~f~ di donne πρώτη φορά είδα τόσο γυναικομάνι==era la prima volta in vita mia che vedevo una tale folla di donne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γυναικολόγος γυναικόπαιδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---