Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυρισμός
ουσιαστικό αρσενικό rito`rno ~m~ ο γυρισμός στην πατρίδα==il ritorno in patria | δρόμος χωρίς γυρισμό==una strada senza ritorno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |