Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγυναικοδουλειά
ουσιαστικό θηλυκό 1 lavo`ro ~m~ donne`sco, da donna υποστηρίζει ότι οι δουλειές του σπιτιού είναι γυναικοδουλειές==secondo lui, le faccende domestiche sono lavori donneschi, da donna 2 questio`ne ~f~ di donne; avventu`ra ~f~ gala`nte μαχαιρώθηκαν για κάτι γυναικοδουλειές==si sono accoltellati per una questione di donne | οι γυναικοδουλειές τον κατέστρεψαν οικονομικά==le avventure galanti l'hanno rovinato economicamente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |