Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
γυναικίσιος
επίθετο
femmi`neo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< γυναίκες
γυναικίστικος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
γυναικάδερφος
[ουσ αρσ ]
γυναικάκιας
[ουσ αρσ ]
γυναικάς
{γυναικάδε...
γυναικείος
[επίθ.]
γυναίκες
[θηλ. ουσ πληθ.]
γυναικίσιος
[επίθ.]
γυναικίστικος
[επίθ.]
γυναικοδουλειά
[θηλ.ουσ]
γυναικοδουλειές
[θηλ. ουσ πληθ.]
γυναικοθήρας
{γυναικοθη...
γυναικοκατακτητής
[ουσ αρσ ]
γυναικόκοσμος
{χωρ. πληθ...
γυναικοκρατία
{χωρ. πληθ...
γυναικοκρατούμαι
{γυναικοκρ...
γυναικολογία
{χωρ. πληθ...
γυναικολογικός
[επίθ.]
γυναικολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
γυναικομάνι
{χωρ. γεν....
γυναικόπαιδα
{γυναικόπα...
γυναικοπρεπής
{γυναικοπρ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis