Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γεροπαράξενη [θηλ.ουσ] γευσιγνώστρια {γευσι-γνω...
γεροραμολής [ουσ αρσ ] γευστικός [επίθ.]
γερός [επίθ.] γευστικότατος [επίθ.]
γέρος [ουσ αρσ ] γευστικότερος [επίθ.]
γεροσύνη [θηλ.ουσ] γευστικότητα [θηλ.ουσ]
γερότατος [επίθ.] γέφυρα {γεφυρών}
γερότερος [επίθ.] γεφυράκι [ουσ ουδ.]
γερουνδιακό [ουσ ουδ.] γεφύρι {γεφυρ-ιού...
γερουνδιακός [επίθ.] γεφυροπλάστιγγα [θηλ.ουσ]
γερούνδιο {γερουνδί-... γεφυροποιία [θηλ.ουσ]
γερουσία {γερουσιών... γεφυροποιός [ουσ αρσ ]
γερουσιαστής [ουσ αρσ και θηλ.] γεφύρωμα [ουσ ουδ.]
γερουσιαστικός [επίθ.] γεφυρωμένος [επίθ.]
γερουσιαστίνα {χωρ. γεν.... γεφυρώνω {γεφύρω-σα...
γεροφτιαγμένος [επίθ.] γεφύρωση [θηλ.ουσ]
γέρσιμο [ουσ ουδ.] γεω- [πρθμ.]
γερτά [επίρ.] γεώβιος [επίθ.]
γερτός [επίθ.] γεωγλωσσολογία [θηλ.ουσ]
γερώτατος [επίθ.] γεωγνωσία [θηλ.ουσ]
γερώτερος [επίθ.] γεωγονία {γεωγονιών...
γεύμα {γεύμ-ατος... γεωγραφία {χωρ. πληθ...
γευματίζω {γευμάτισα... γεωγραφικός [επίθ.]
γεύομαι {γεύτηκα (... γεωγράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
γεύση {-ης κ. -ε... γεωδαισία {χωρ. πληθ...
γευσιγνώστης {γευσιγνωσ... γεωδαίτης [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: