Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγερός
επίθετο 1 sano γερό παιδί να 'ναι, κι ό,τι θέλει ας είναι==non mi interessa se sia un bambino o una bambina, basta che sia sano | γερά δόντια==denti sani 2 στέρεος forte, resiste`nte; so`lido; robu`sto γερό πλοίο==una nave solida | είναι γερή ακόμα η καρδιά του==il suo cuore è ancora forte | έχει γερή κράση==è di costituzione robusta 3 frutto sano; non gua`sto 4 cosa inta`tto; i`ntegro; in buo`no stato; sano απέμειναν μόνο δύο γερά πιάτα==sono rimasti solo due piatti sani 5 ((figurato)) forte; ferra`to; prepara`to είναι γερός στη Φυσική==è forte in fisica+++είναι γερό πιρούνι==è una buona forchetta γέρος ουσιαστικό αρσενικό 1 ve`cchio ~m~ 2 ((scherzoso)) genito`re ~m~ ο γέρος μου είναι πολύ τσιγκούνης==il vecchio è molto avaro | οι γέροι μου ζουν στο χωριό==i miei vecchi vivono al paesello γερότατος επίθετο superlativo di [γερός] γερότερος επίθετο comparativo di [γερός] γερώτατος επίθετο superlativo di [γερός] γερώτερος επίθετο comparativo di [γερός] γριά ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γέρος ^-ου, ο^] 2 ve`cchia ~f~ γριά, βάλε να φάμε==vecchia, prepara la tavola! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |