Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγερουσία
ουσιαστικό θηλυκό 1 storia gerusi`a ~f~ 2 politica sena`to ~m~ 3 ((scherzoso)) i vecchi ~mp~; i matusa ~mp~ η γερουσία καθόταν σε μια άκρη και κοίταζε τους νέους που χόρευαν==i vecchi sedevano in disparte guardando i giovani che ballavano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |