Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγεύση
ουσιαστικό θηλυκό 1 gusto ~m~, sapo`re ~m~ πικρή γεύση==sapore amaro 2 gusto ~m~; il senso ~m~ del gusto 3 ((figurato)) l'assapora`re; il prova`re; lo sperimenta`re όταν νιώσεις τη γεύση της ελευθερίας, δεν την ξεχνάς ποτέ==una volta assaporata la libertà, non la si dimentica più permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |