Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγέφυρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ponte ~m~ κρεμαστή γέφυρα==ponte sospeso | η «Γέφυρα των Στεναγμών»==il «Ponte dei Sospiri» 2 cavalcavi`a ~m~ 3 marineria ponte ~m~; pla`ncia ~f~ 4 medicina ponte ~m~; pro`tesi ~f~ a ponte permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη σηκωτή γέφυρα = ponte [αρσ.] levatoio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |