Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγεφυρώνω
ρήμα μεταβατικό 1 edilizia getta`re un ponte 2 ((figurato)) getta`re un ponte; riconcilia`re; far avvicina`re δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί το χάσμα των γενεών==non è facile colmare il gap generazionale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |