Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεφύρωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

edilizia il getta`re un ponte

γεφύρωση
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γεφύρωμα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεφυροποιός γεφυρωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---