Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγευσιγνώστης
ουσιαστικό αρσενικό 1 assaggiato`re ~m~ 2 buongusta`io ~m~ 3 degustato`re ~m~ γευσιγνώστρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [γευσιγνώστης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |