Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεύομαι  
ρήμα παθητικό

1 assapora`re; gusta`re; assaggia`re; degusta`re
2 ((figurato)) assapora`re; gusta`re; gode`re γεύομαι τις χαρές της ζωής==godere le gioie della vita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γευματίζω γεύση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---