Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γερουνδιακός [επίθ.] γεφυροπλάστιγγα [θηλ.ουσ]
γερούνδιο {γερουνδί-... γεφυροποιία [θηλ.ουσ]
γερουσία {γερουσιών... γεφυροποιός [ουσ αρσ ]
γερουσιαστής [ουσ αρσ και θηλ.] γεφύρωμα [ουσ ουδ.]
γερουσιαστικός [επίθ.] γεφυρωμένος [επίθ.]
γερουσιαστίνα {χωρ. γεν.... γεφυρώνω {γεφύρω-σα...
γεροφτιαγμένος [επίθ.] γεφύρωση [θηλ.ουσ]
γέρσιμο [ουσ ουδ.] γεω- [πρθμ.]
γερτά [επίρ.] γεώβιος [επίθ.]
γερτός [επίθ.] γεωγλωσσολογία [θηλ.ουσ]
γερώτατος [επίθ.] γεωγνωσία [θηλ.ουσ]
γερώτερος [επίθ.] γεωγονία {γεωγονιών...
γεύμα {γεύμ-ατος... γεωγραφία {χωρ. πληθ...
γευματίζω {γευμάτισα... γεωγραφικός [επίθ.]
γεύομαι {γεύτηκα (... γεωγράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
γεύση {-ης κ. -ε... γεωδαισία {χωρ. πληθ...
γευσιγνώστης {γευσιγνωσ... γεωδαίτης [ουσ αρσ ]
γευσιγνώστρια {γευσι-γνω... γεωδαιτικός [επίθ.]
γευστικός [επίθ.] γεώδες [ουσ αρσ ]
γευστικότατος [επίθ.] γεωδυναμική [θηλ.ουσ]
γευστικότερος [επίθ.] γεωδυναμικός [επίθ.]
γευστικότητα [θηλ.ουσ] γεωειδές {γεωειδ-ού...
γέφυρα {γεφυρών} γεωθερμία {χωρ. πληθ...
γεφυράκι [ουσ ουδ.] γεωθερμική [θηλ.ουσ]
γεφύρι {γεφυρ-ιού... γεωθερμικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: