Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γεράκι {γερακ-ιού... γερμανοποιώ [ρ. μτβ.]
γερακίνα [θηλ.ουσ] Γερμανός [ουσ αρσ ]
γεραλέος [επίθ.] γερμανοφιλία [θηλ.ουσ]
γεράματα {χωρ. γεν.... γερμανόφιλος [επίθ.]
γεράνι {γεραν-ιού... γερμανοφοβία [θηλ.ουσ]
γερανογέφυρα {δύσχρ. γε... γερμανόφοβος [επίθ.]
γερανός [ουσ αρσ ] γερμανόφοβος [ουσ αρσ ]
γεραρός [επίθ.] γερμάς [ουσ αρσ ]
γέρας [ουσ ουδ.] γερμένος [επίθ.]
γέρασμα [ουσ ουδ.] γερνάω αόρ. γέρασ...
γερασμένος [επίθ.] γερνώ {γερνάς......
γερατειά [ουσ ουδ πληθ.] γερνώ {έγειρα (ν...
γερεύω (γέρεψα) γέρνω {γερνάς......
γέρικος [επίθ.] γέρνω {έγειρα (ν...
γέρμα {γέρμ-ατος... γεροδεμένος [επίθ.]
γερμαναράδες [θηλ. ουσ πληθ.] γεροδύναμος [επίθ.]
Γερμανία [κύρ.όν. θηλ.] γεροκομάω (-)
Γερμανίδα [θηλ.ουσ] γεροκομείο [ουσ ουδ.]
γερμανικά [ουσ ουδ πληθ.] γεροκομημένος [επίθ.]
γερμανικός [επίθ.] γεροκομώ [-άς, -ά]
γερμανισμός [ουσ αρσ ] γεροκουνενές [ουσ αρσ ]
γερμανιστής [ουσ αρσ και θηλ.] γεροκούσαλο [ουσ ουδ.]
γερμανομαθής [επίθ.] γεροκούτης [ουσ αρσ ]
γερμανοποίηση [θηλ.ουσ] γερομπαμπαλής {γερομπαμπ...
γερμανοποιούμαι [ρ. παθ.] γερομπισμπίκης {γερομπισμ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: