Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βελοειδής {βελοειδ-ο... βελτιώσιμος [επίθ.]
βελόνα {βελονών} βελτιωτής [ουσ αρσ ]
βελονάκι {χωρ. γεν.... βελτιωτικός [επίθ.]
βελόνι {βελον-ιού... Βενεζουέλα [nome pr. nt.]
βελονιά [θηλ.ουσ] Βενεζουελάνα [θηλ.ουσ]
βελονιάζω {βελόνιασ-... Βενεζουελάνος [ουσ αρσ ]
βελόνιασμα [ουσ ουδ.] Βενετία [κύρ.όν. θηλ.]
βελονιασμένος [επίθ.] Βενετός [επίθ.]
βελονισμός {χωρ. πληθ... βενετσιάνα [θηλ.ουσ]
βελονοειδής {βελονοειδ... βενετσιάνικος [επίθ.]
βελονοθεραπεία {βελονοθερ... Βενετσιάνος [ουσ αρσ ]
βελονοθεραπευτής [ουσ αρσ ] βενζαλδεΰδη [θηλ.ουσ]
βέλος {βέλ-ους |... βενζένιο [ουσ αρσ ]
βελουδένιος [επίθ.] βενζινάδικο [ουσ ουδ.]
βελούδινος [επίθ.] βενζινάκατος [ουσ αρσ ]
βελούδο [ουσ ουδ.] βενζιναντλία {βενζιναντ...
βελούχι {βελουχ-ιο... βενζινάς [ουσ αρσ ]
βελτιστοποίηση {-ης κ. -ή... βενζίνη {χωρ. πληθ...
βελτιστοποιώ {βελτιστοπ... βενζινοκινητήρας [ουσ αρσ ]
βέλτιστος [επίθ.] βενζινοκίνητος [επίθ.]
βελτιωμένος [επίθ.] βενζινομηχανή [θηλ.ουσ]
βελτιώνομαι [ρ. παθ.] βενζινοπώλης {βενζινοπω...
βελτιώνω {βελτίω-σα... βενζινοπώλισσα {βενζινο- ...
βελτιώσεις [θηλ. ουσ πληθ.] βενζόη {χωρ. πληθ...
βελτίωση {-ης κ. -ώ... βενζοϊκός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: