Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βδομαδιάτικο [ουσ ουδ.] βεζίρης {βεζίρηδες...
βδομαδιάτικος [επίθ.] Βεζούβιος [κύρ.όν. αρσ.]
βέβαια [επίρ.] βελάζω {βέλασα}
βέβαιος [επίθ.] βελανίδι [ουσ ουδ.]
βεβαιότατος [επίθ.] βελανιδιά [θηλ.ουσ]
βεβαιότερος [επίθ.] βέλασμα [ουσ ουδ.]
βεβαιότητα {χωρ. πληθ... Βελγίδα [θηλ.ουσ]
βεβαιωμένος [επίθ.] Βέλγιο [nome pr. nt.]
βεβαιώνομαι [ρ. παθ.] Βέλγος [ουσ αρσ ]
βεβαιώνω {βεβαίω-σα... βελέντζα {χωρ. γεν....
βεβαίως [επίρ.] βελζεβούλης [ουσ αρσ ]
βεβαίως! [επιφ.] βεληνεκές {βεληνεκ-ο...
βεβαίωση {-ης κ. -ώ... βέλο [ουσ ουδ.]
βεβαιώσιμος [επίθ.] βελοειδής {βελοειδ-ο...
βεβαιωτικός [επίθ.] βελόνα {βελονών}
βεβαρημένος [επίθ.] βελονάκι {χωρ. γεν....
βέβηλος [επίθ.] βελόνι {βελον-ιού...
βεβηλωμένος [επίθ.] βελονιά [θηλ.ουσ]
βεβηλώνω {βεβήλω-σα... βελονιάζω {βελόνιασ-...
βεβήλωση {-ης κ. -ώ... βελόνιασμα [ουσ ουδ.]
βεβηλωτής [ουσ αρσ ] βελονιασμένος [επίθ.]
βεβιασμένος [επίθ.] βελονισμός {χωρ. πληθ...
βεγγαλικά [ουσ ουδ πληθ.] βελονοειδής {βελονοειδ...
βεδουίνα [θηλ.ουσ] βελονοθεραπεία {βελονοθερ...
βεδουΐνος [ουσ αρσ ] βελονοθεραπευτής [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: