Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βασαλτικός [επίθ.] βασικότητα [θηλ.ουσ]
βάσανα [ουσ ουδ πληθ.] βασικώτατος [επίθ.]
βασανίζομαι [ρ. παθ.] βασικώτερος [επίθ.]
βασανιζόμενος [επίθ.] βασιλέας [ουσ αρσ ]
βασανίζω {βασάνισ-α... βασιλεία {βασιλειών...
βασάνισμα [ουσ ουδ.] βασίλειο {βασιλεί-ο...
βασανισμένος [επίθ.] βασίλεμα [ουσ ουδ.]
βασανισμός [ουσ αρσ ] βασιλεμένος [επίθ.]
βασανιστήριο {βασανιστη... βασιλευόμενος [επίθ.]
βασανιστής [ουσ αρσ ] βασιλεύς {βασιλέως}
βασανιστικά [επίρ.] βασιλεύω {βασίλε-ψα...
βασανιστικός [επίθ.] βασιλεύων [επίθ.]
βασανίστρια {βασανιστρ... βασιλιάς {βασιλιάδε...
βάσανο [ουσ ουδ.] βασιλικά [επίρ.]
βάσει [πρόθ.] βασιλική [θηλ.ουσ]
βάσεις [θηλ. ουσ πληθ.] βασιλικός [επίθ.]
βάση {-ης κ. -ε... βασιλικός{1} {βασιλικοί...
βασιδιομύκητας [θηλ.ουσ] βασιλικός{2} {βασιλικοί...
βασίζομαι [ρ. παθ.] βασιλικότατος [επίθ.]
βασιζόμενος [επίθ.] βασιλικότερος [επίθ.]
βασίζω {βάσισ-α, ... βασιλικώτατος [επίθ.]
βασικά [επίρ.] βασιλικώτερος [επίθ.]
βασικός [επίθ.] βασιλίσκος [ουσ αρσ ]
βασικότατος [επίθ.] βασίλισσα {βασιλισσώ...
βασικότερος [επίθ.] βασιλοκόρη {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: