Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βαρεμάρα {χωρ. γεν ... βαριετέ [ουσ ουδ.]
βαρεμένος [επίθ.] βαρικός [επίθ.]
βαρεμός [ουσ αρσ ] βάριο {βαρίου}
βαρετά [επίρ.] βαριόμετρο [ουσ αρσ ]
βαρετός [επίθ.] βαριοπούλα {χωρ. γεν....
βαρετότατος [επίθ.] βαριοσέρνομαι [ρ. παθ.]
βαρετότερος [επίθ.] βαριούμαι (βαρέθηκα)
βαρηκοΐα {χωρ. πληθ... βαρίτης [ουσ αρσ ]
βαρήκοος [επίθ.] βαριτίνη [θηλ.ουσ]
Βαρθολομαίος [κύρ.όν. αρσ.] βάρκα {βαρκών}
βαριά [θηλ.ουσ] βαρκάδα {χωρ. γεν....
βαριά [επίρ.] βαρκάκι [ουσ ουδ.]
βαριακούω {βαριακού-... βαρκάρης {βαρκάρηδε...
βαριανασαίνω {βαριανάσα... βαρκάρισσα {δύσχρ. βα...
βαριαναστενάζω {βαριαναστ... βαρκαρόλα {χωρ. γεν....
βαριγράφος [ουσ αρσ ] βαρκαρόλες [θηλ. ουσ πληθ.]
βαρίδι {βαριδ-ιού... βαρκούλα [θηλ.ουσ]
βαριέμαι (βαρέθηκα) βαρομετρία {χωρ. πληθ...
βαριέμαι (βαρέθηκα) βαρομετρικός [επίθ.]
βαριεστημένα [επίρ.] βαρόμετρο {βαρομέτρ-...
βαριεστημένος [επίθ.] βαρονέτος [ουσ αρσ ]
βαριεστίζω (βαριέστ-η... βαρόνη [θηλ.ουσ]
βαριεστιμάρα [θηλ.ουσ] βαρονία {βαρονιών}
βαριεστισμάρα [θηλ.ουσ] βαρονίς [θηλ.ουσ]
βαριεστώ {βαργεστεί... βαρόνος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: