Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαρόνη
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [βαρόνος ^-ου, ο^] 2 baronessa βαρονίς ουσιαστικό θηλυκό forma letteraria di [βαρόνη ^-ης, η^] βαρόνος ουσιαστικό αρσενικό baro`ne ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |