Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρυγκωμώ  
ρήμα αμετάβατο

pre`ndersela; ave`rcela; e`ssere sconte`nto; maledi`re la pro`pria sorte είναι αμαρτία να βαρυγκωμάς με το Θεό==non è giusto prendersela con Dio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρυγκώμια βαρυεστημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---