Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρύθυμος  
επίθετο

di catti`vo, pe`ssimo umo`re; di umo`re nero; di malumo`re; triste; malinco`nico όταν ξυπνάει το πρωί ο άντρας μου, είναι πάντα βαρύθυμος==mio marito, quando si alza la mattina, è sempre di pessimo umore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρυθυμία βαρυκαρδίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---