Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρυθυμία  
ουσιαστικό θηλυκό

malinconi`a ~f~; malumo`re ~m~; triste`zza ~f~; umo`re ~m~ nero; catti`vo umo`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρυεστημένος βαρύθυμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---