Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβάρος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 peso ~m~ κέντρο βάρους==centro di gravità, baricentro | χάνω βάρος==perdere peso | μικτό βάρος==peso lordo | καθαρό βάρος==peso netto | ειδικό βάρος==peso specifico | ανώτατο επιτρεπτό βάρος: 20 κιλά==peso massimo consentito: 20 chili 2 fisica gravità ~f~ 3 peso ~m~; ogge`tto ~m~ pesa`nte; ca`rico ~m~; farde`llo ~m~ ο γιατρός μού απαγόρεψε να σηκώνω μεγάλα βάρη==il medico mi ha proibito di sollevare grossi pesi 4 sport peso ~m~ άρση βαρών==sollevamento pesi 5 ((figurato)) peso ~m~; fasti`dio ~m~ μου είναι βάρος==mi è di peso | το έχω βάρος στη συνείδησή μου==ho un peso sulla coscienza, mi pesa sulla coscienza | νιώθω ένα βάρος στο στομάχι μου==sento un peso allo stomaco 6 ((figurato)) peso ~m~; o`nere ~m~ finanzia`rio αυτός επωμίζεται όλα τα οικονομικά βάρη της οικογένειας==il peso (economico) della famiglia è tutto sulle sue spalle 7 ((figurato)) peso ~m~; autorità ~f~; importa`nza ~f~; valo`re ~m~ η γνώμη τον έχει ένα κάποιο βάρος==la sua opinione ha un certo peso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαχάνω βάρος = calare di peso || το μικτό βάρος = peso [αρσ.] lordo || το καθαρό βάρος = peso [αρσ.] netto || η άρση βαρών = sollevamento [αρσ.] pesi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |