Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαρκάρης
ουσιαστικό αρσενικό barcaio`lo ~m~ βαρκάρισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [βαρκάρης ^-η, ο^] 2 barcaio`la ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |