Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαρκαρόλα  
ουσιαστικό θηλυκό

barcaro`la ~f~

βαρκαρόλες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

canzo`ni ~fp~ marinare`sche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαρκάρισσα βαρκούλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---