Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασπαστός [επίθ.] ασπρίζω ipf άσπριζ...
ασπερμία [θηλ.ουσ] ασπρίλα [θηλ.ουσ]
ασπίδα [θηλ.ουσ] άσπρισμα [ουσ ουδ.]
ασπιδοειδής [επίθ.] ασπρισμένος [επίθ.]
άσπιλος [επίθ.] ασπριτζής {ασπριτζήδ...
ασπιρίνη {δύσχρ. ασ... ασπρο– [ουσ ουδ.]
ασπίς {ασπίδος} ασπροδερός [επίθ.]
άσπλαχνα [επίρ.] ασπροεντυμένος [επίθ.]
ασπλαχνία, (raro) ασπλαχνιά, (raro) ασπλάχνια [θηλ.ουσ] ασπροζάκι [ουσ ουδ.]
άσπλαχνος [επίθ.] Ασπροθαλασσίτισσα {Ασπροθαλα...
ασπόγγιστος [επίθ.] ασπροκέφαλο [ουσ ουδ.]
άσπονδος [επίθ.] ασπρόκολος [ουσ αρσ ]
Ασπόνδυλα [ουσ ουδ πληθ.] ασπροκώλα [θηλ.ουσ]
ασπόνδυλο [ουσ ουδ.] ασπρόκωλας [ουσ αρσ ]
ασπόνδυλος [επίθ.] ασπρόλαιμος [επίθ.]
άσπορος [επίθ.] ασπρομάλλης {ασπρομάλλ...
ασπούδαστα [επίρ.] ασπρόμαυρος [επίθ.]
ασπούδαστος [ουσ αρσ ] άσπρον [ουσ ουδ.]
ασπούδαστος [επίθ.] ασπρονόρα [θηλ.ουσ]
άσπρα [ουσ ουδ πληθ.] ασπροντυμένος [επίθ.]
ασπράδα {χωρ. πληθ... Ασπροπόταμο [ουσ ουδ.]
ασπράδι {ασπραδ-ιο... ασπροπουλιά [θηλ.ουσ]
άσπρη {χωρ. πληθ... ασπροπρόσωπος [επίθ.]
ασπριδερός [επίθ.] ασπρόρουχα [ουσ ουδ πληθ.]
ασπρίζω ipf άσπριζ... ασπρόρρουχα [ουσ ουδ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: