Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αρχαιοπινέστατος [επίθ.] αρχέγονος [επίθ.]
αρχαιοπινέστερος [επίθ.] αρχεία [ουσ ουδ πληθ.]
αρχαιόπληχτος [επίθ.] αρχειακός [επίθ.]
αρχαιοπρεπέστατος [επίθ.] αρχείο [ουσ ουδ.]
αρχαιοπρεπέστερος [επίθ.] αρχειοθετημένος [επίθ.]
αρχαιοπώλης {αρχαιοπωλ... αρχειοθέτηση [θηλ.ουσ]
αρχαιοπώλισσα {αρχαιοπωλ... αρχειοθετώ [ρ. μτβ.]
αρχαίος [επίθ.] αρχειοθήκη {αρχειοθηκ...
αρχαιοσυλία [θηλ.ουσ] αρχειοφύλακας {αρχειοφυλ...
αρχαιοσυλλέκτης {αρχαιοσυλ... αρχειοφύλαξ [ουσ αρσ ]
αρχαιοσυλλέκτρια {αρχαιοσυλ... αρχέτυπο {αρχε-τύπ-...
αρχαιόσυλος [επίθ.] αρχέτυπος [επίθ.]
αρχαιότατος [επίθ.] αρχή [θηλ.ουσ]
αρχαιότερος [επίθ.] αρχηγείο [ουσ ουδ.]
αρχαιότερος [επίθ.] αρχηγέτης {αρχηγετών...
αρχαιότης pl αρχαιότ... αρχηγέτιδα [θηλ.ουσ]
αρχαιότητα {χωρ. πληθ... αρχηγία {αρχηγιών}
αρχαιότητες {χωρ. πληθ... αρχηγίς [θηλ.ουσ]
αρχαιρεσία [θηλ.ουσ] αρχηγός [ουσ αρσ και θηλ.]
αρχαιρεσίες {αρχαιρεσι... αρχήθε [επίρ.]
αρχαϊσμός [ουσ αρσ ] αρχήτερα [επίρ.]
αρχαϊστικός [επίθ.] αρχι– [πρθμ.]
αρχάρια [θηλ.ουσ] αρχιαναστενάρισσα [θηλ.ουσ]
αρχάριος [επίθ.] αρχίατρος {αρχιάτρ-ο...
αρχάριος [ουσ αρσ ] αρχιγραμματεύς [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: