Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχαιότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αρχαιότητα ^-ας, η^] αρχαιότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 antichità ~f~; vetustà ~f~ η αρχαιότητα ενός μνημείου==l'antichità di un monumento 2 antichità ~f~; i tempi ~mp~ anti`chi; età ~f~ anti`ca κατά την αρχαιότητα==nell'antichità | η ρωμαϊκή αρχαιότητα==l'antichità romana 3 anzianità ~f~ di servi`zio κατά σειρά αρχαιότητας==in base all'anzianità αρχαιότητες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός le antichità [sf]; i monume`nti ~m~ anti`chi έφορος αρχαιοτήτων==sovrintendente alle antichità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |