Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχαίοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

gli anti`chi ~mp~ ([specialmente i Greci antichi])

αρχαίος  
επίθετο

anti`co αρχαία ελληνικά==greco antico | οι αρχαίοι μας πρόγονοι==i nostri progenitori, i greci antichi | αρχαίο μνημείο==monumento antico

αρχαιότατος
επίθετο

superlativo di [αρχαίος]

αρχαιότερος
επίθετο

comparativo di [αρχαίος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχαιοζωικός αρχαιοκαπηλεία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι αρχαίοι θεοί [m.] = gli dèi [αρσ. πλυθ.] antichi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---