GrecoItaliano


αρχαίος  
επίθετο

anti`co αρχαία ελληνικά==greco antico | οι αρχαίοι μας πρόγονοι==i nostri progenitori, i greci antichi | αρχαίο μνημείο==monumento antico

αρχαίοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

gli anti`chi ~mp~ ([specialmente i Greci antichi])

αρχαιότατος
επίθετο

superlativo di [αρχαίος]

αρχαιότερος
επίθετο

comparativo di [αρχαίος]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι αρχαίοι θεοί [m.] = gli dèi [αρσ. πλυθ.] antichi



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARCAIOS100}}
---CACHE---