Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχαιολατρεία
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αρχαιολατρία] αρχαιολατρία ουσιαστικό θηλυκό culto ~m~ dell'antichità classica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |