Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρχαιοπώλης
ουσιαστικό αρσενικό antiquario ~m~ αρχαιοπώλισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αρχαιοπώλης ^-η, ο^] 2 antiqua`ria ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |