Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχαιρεσία  
ουσιαστικό θηλυκό

elezio`ne ~f~ (per una ca`rica o un uffi`cio)

αρχαιρεσίες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

elezio`ni ~f~ (per una ca`rica o un uffi`cio) οι αρχαιρεσίες του ιατρικού συλλόγου==le elezioni dell'ordine dei medici

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχαιότητες αρχαϊσμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---