Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρχαϊσμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 arcai`smo ~m~; arcaicità ~f~
2 grammatica arcai`smo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρχαιρεσίες αρχαϊστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---