Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αρχαιολάτρης
επίθετο
che ama l'antichità cla`ssica
αρχαιολάτρης
ουσιαστικό αρσενικό
amante ~m~ dell'antichità cla`ssica
αρχαιολάτρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di
[αρχαιολάτρης ^-η, ο^]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αρχαιολατρεία
αρχαιολατρία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αρχαίοι
[ουσ αρσ πληθ.]
αρχαιοκαπηλεία
[θηλ.ουσ]
αρχαιοκαπηλία
{χωρ. πληθ...
αρχαιοκάπηλος
{αρχαιοκαπ...
αρχαιολατρεία
[θηλ.ουσ]
αρχαιολάτρης
[επίθ.]
αρχαιολάτρης
[ουσ αρσ ]
αρχαιολατρία
{χωρ. πληθ...
αρχαιολάτρισσα
[θηλ.ουσ]
αρχαιολογία
[θηλ.ουσ]
αρχαιολογικός
[επίθ.]
αρχαιολόγος
[ουσ αρσ και θηλ.]
αρχαιομάθεια
[θηλ.ουσ]
αρχαιοπινέστατος
[επίθ.]
αρχαιοπινέστερος
[επίθ.]
αρχαιόπληχτος
[επίθ.]
αρχαιοπρεπέστατος
[επίθ.]
αρχαιοπρεπέστερος
[επίθ.]
αρχαιοπώλης
{αρχαιοπωλ...
αρχαιοπώλισσα
{αρχαιοπωλ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis